- ἄμπυκα
- ἄμπυξwoman's diademmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄμπυκα — Ἄμπυξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπυκάσαι — ἀμπυκά̱σᾱͅ , ἀμπυκάζω bind front hair fut part act fem dat sg (doric) ἀμπυκάζω bind front hair aor inf act ἀμπυκάσαῑ , ἀμπυκάζω bind front hair aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάμπυξ — ἀνάμπυξ ( υκος), ο, η (Α) [ἄμπυξ] 1. αυτός που δεν φοράει άμπυκα, δηλ. κεφαλόδεσμο, που έχει λυτά τα μαλλιά του 2. στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα τής Πύλου, προσδιορίζει χαλινάρια και σημαίνει «χωρίς προμετωπίδιο». (Μυκην. γρ. a na pu ke) … Dictionary of Greek
ελικάμπυξ — ἐλικάμπυξ, ο (Α) στεφανωμένος με άμπυκα (ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών) … Dictionary of Greek
ιμεράμπυξ — ἱμεράμπυξ, ἡ (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»] … Dictionary of Greek
λιπαράμπυξ — λιπαράμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.) 2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
μόψος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός μάντης (Λαπίθης), γενναίος πολεμιστής και επιδέξιος κυνηγός, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης της Θεσσαλίας Μοψίου. Ήταν γιος της νύμφης Χλωρίδας και του Άμπυκα. Πήρε μέρος στην Κενταυρομαχία, στο κυνήγι του … Dictionary of Greek
Χλωρίς (-ίδα) — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά της βλάστησης, ιδιαίτερα των λουλουδιών, που τη θεωρούσαν κόρη της Περσεφόνης. Οι Λατίνοι την μετονόμασαν σε Φλόρα. Στους ελληνιστικούς χρόνους οφείλεται ο μύθος του έρωτά της στον Ζέφυρο. 2. Κόρη του Αμφίωνα… … Dictionary of Greek